υποσορικός

υποσορικός
-όν, Α [ὑποσόριον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ὑποσόριον*
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποσορικόν
το κατώτερο μέρος τού τάφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”